- έντονος
- 1) agressif2) animé
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἔντονος — sinewy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντονος — η, ο (AM ἔντονος, ον) εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα») 2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος») αρχ. 1. τεντωμένος 2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης 3. ικανός («ἔντονος… … Dictionary of Greek
έντονος, -η — ο επίρρ. α 1. τεντωμένος, τεζαριστός. 2. που έχει ένταση, σφοδρός, ισχυρός, ζωηρός: Έντονος πόνος. – Έντονος χρωματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντονώτερον — ἔντονος sinewy masc acc comp sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc comp sg ἔντονος sinewy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… … Dictionary of Greek
ἐντονώτατα — ἔντονος sinewy adverbial superl ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντονώτατον — ἔντονος sinewy masc acc superl sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόνως — ἔντονος sinewy adverbial ἔντονος sinewy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντονον — ἔντονος sinewy masc/fem acc sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστοφοβία — Έντονος φόβος που παρουσιάζεται σε κλειστούς χώρους ή σε χώρους με μεγάλο συνωστισμό. Η κ. αποτελεί είδος νεύρωσης. Βλ. λ. νεύρωση. * * * η (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος ενός ατόμου για τους κλειστούς χώρους, σύμπτωμα που απαντά σε νευρωτικά και… … Dictionary of Greek
ἐντονωτάτην — ἔντονος sinewy fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)